-
1 αἴθυγμα
αἴθυγμα, τό (αἰϑύσσω), Schimmer, Funke, z. B. τῆς προγονικῆς δόξης Polyb. 20, 5, 4; εὐνοίας 4, 35, 7; ἀμαυρὸν, schwache Spur, Plut. Soll. an. 10. Bei VLL. auch das Anfachen des Feuers.
-
2 αιθυγμα
- ατος τό мерцание, проблеск(τῆς προγονικῆς δόξης Polyb.)
ἀμαυρὸν αἴ. καὴ δυσθέατον Plut. — чуть заметный проблеск